Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Ο ΜΟΝΤΑΛΕ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟ


EUGENIO MONTALE
Στην Ιερά Οδό *


Μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς
Ο βραβευμένος με το Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1975 Ιταλός ποιητής Eugenio Montale (1896-1981), πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Ελλάδα το 1962 και ανάμεσα στα άλλα μέρη, επισκέφτηκε τους Δελφούς και τη Ναύπακτο, προσκαλεσμένος από το φίλο του ποιητή και πολιτικό Γεώργιο Αθανασιάδη Νόβα, ο οποίος τον φιλοξένησε στο αρχοντικό του στην Ναύπακτο. Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη αυτή διατύπωσε στο αφήγημά του με τον τίτλο «Στην Ιερά Οδό».


Στη τομή της γήινης επιφάνειας απαντιέται, στην Ελλάδα, μια σχεδόν αισθησιακή αφθονία φτωχής βλάστησης. Λίγο ή τίποτα το καινούργιο για όποιον ξέρει το ιταλικό τοπίο. Αλλά σε μας η ποικιλία επιβουλεύεται τη συνέχιση της απόλαυσης, προκαλεί μιαν ικανοποίηση που αλλάζει από ώρα σε ώρα και δεν επιτρέπει τις καρποφόρες αναπολήσεις μιας ύψιστης ανίας. Εμείς οι Ιταλοί απολαμβάνουμε το τοπίο μας με το κουταλάκι, ενώ στην Ελλάδα το μέτρο είναι το γαλόνι. Ακόμα και η επιβουλή της ανθρώπινης πανίδας εδώ εξουδετερώνεται. Μπορεί να διατρέξεις εκατό χιλιόμετρα συναντώντας μονάχα ένα γαϊδουράκι ή κάποια κατσίκα. Και η μοναδική διατάραξη γίνεται από τα τουριστικά λεωφορεία, πυκνά, γρήγορα και πολύ μεγάλα. Όποιος συγχρωτίζεται σ' αυτού του είδους τα ταξίδια έχει εντούτοις το πλεονέκτημα να μπορεί να περάσει τη νύχτα του περισσότερο ή λιγότερο άνετα έξω από την Αθήνα, γιατί τα τουριστικά πρακτορεία πιάνουν τα καλύτερα ξενοδοχεία και κλείνουν τα δωμάτια για τους πελάτες τους. Ο μεμονωμένος ταξιδιώτης έχει πολύ λίγες ελπίδες να κοιμηθεί στους Δελφούς ή στην Ολυμπία αν δε διαθέτει προσωπικό όχημα. Και πρέπει να περιοριστεί σε μια σύντομη εκδρομή με επακόλουθο την αναγκαστική επάνοδό του στη βάση.
Φτάνοντας στους Δελφούς, όποιος δε θέλει να γυρίσει στην Αθήνα, δεν έχει παρά δυο επιλογές: ή να περάσει στις ακτές της Πελοποννήσου, όπου το τοπίο είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέρον, αλλά όπου υπάρχει η δυνατότητα να βρει ένα ευπρεπές ξενοδοχείο ή να προχωρήσει ως τη Ναύπακτο, διαβαίνοντας ένα δρόμο διάσπαρτο από πέτρες και λακκούβες, που χαρακτηρίζεται αδιάβατος ακόμα και σε ταξιδιωτικούς οδηγούς που είναι τυπωμένοικάμποσα χρόνια νωρίτερα. Και αυτή ήταν η λύση που έπρεπε να διαλέξω, γιατί στη Ναύπακτο κάποιος με περίμενε: μια σπουδαία προσωπικότητα που γνωρίζει τέλεια τη γλώσσα μας και τη λογοτεχνία μας.
Μα πρώτα θα έπρεπε να πω κάτι για τους Δελφούς, τόπο ιερό, χωμένο στο μάκρος μιας αδιάβατης ανηφοριάς που δεσπόζει στο απόκρημνο φαράγγι ενός ξεροπόταμου και σ' ένα μικρό τρίγωνο θάλασσας, πολύ μακρινό. Στους Δελφούς, μου έλεγε ο φίλος Φέντον, ένας Αμερικανός συγγραφέας που ζει από χρόνια στην Ελλάδα, πρέπει να μείνεις πολύ περιμένοντας να φτάσει η ώρα της αποκάλυψης. Αν λείψει αυτή, πρέπει να περιοριστείς στο να θαυμάσεις τον περίφημο ηνίοχο με τα μάτια από σμάλτο και να βουτήξεις τα χέρια στην Κασταλία πηγή εκφράζοντας νοερά μιαν επιθυμία. Δεν ξέφυγα από αυτό το έθιμο, μα δυστυχώς οι επιθυμίες ήταν πολλές και αντιφατικές και δεν νομίζω πως θα μπορέσουν να εισακουστούν.
Γύρω στους Δελφούς υπάρχουν κάθε λογής ερείπια που μπορεί να τα επισκεφτείς στη ράχη κάποιου μουλαριού. Η ατμόσφαιρα των Δελφών είναι ηλεκτρισμένη, ερεθιστική, μάλλον μυστηριακή· αλλά το μυστήριο και ο τουρισμός δε συμβιβάζονται. Υπάρχει, αν δεν είμαι λάθος πληροφορημένος, ένα σχέδιο που υποστηρίζεται από την Ουνέσκο, να ιδρυθεί στους Δελφούς ένα κέντρο προορισμένο για διανοούμενους, ποιητές και συγγραφείς «υψηλού επιπέδου», με την ελπίδα πως μια σπίθα ιερής φωτιάς θα προσκολληθεί στις ψυχές τους. Δεν βλέπω όμως πως ένας Χέλντερλιν ή ένας Φρειδερίκος Νίτσε (κανένας από τους δυο δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα) θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν επωφελώς σε μια τέτοια αδελφότητα. Ίσως οι λίγοι
εκλεκτοί θα επιλεγούν με επιστημονικά κριτήρια μελετημένα από τεχνοκράτες της διανόησης και της λογοτεχνικής παραγωγής. Και την Ελλάδα, την πραγματικά αθάνατη Ελλάδα, τη γνωρίσουν και θα την τιμήσουν μερικά μεγάλα πνεύματα που ποτέ δεν θα έχουν πατήσει το πόδι τους σ' αυτή.
Όχι βέβαια πως η σημερινή Ελλάδα απογοητεύει τον «αισθηματικό» ταξιδιώτη (έναν τύπο τουρίστα προορισμένο να εξαφανιστεί), γιατί ακόμα σήμερα μπορεί πολλά να προσφέρει σ' όποιον διαθέτει μάτια και ευαισθησία· αλλά είναι ζήτημα χρόνου. Πέστε πως το ποτάμι του τουρισμού πλημμυρίζει ολότελα και θα δείτε κι' εδώ τις συνέπειες. Για την ώρα, το ελληνικό τοπίο κατόρθωσε να αμυνθεί. Υποθέτω πως οι πολύ ψηλές οικοδομές θα έχουν απαγορευτεί από ειδικούς νόμους, ακόμα και για το λόγο ότι εδώ βρισκόμαστε σε γη ηφαιστειογενή που κλονίζεται από συχνούς σεισμούς. Μοναδική θλιβερή εξαίρεση το ξενοδοχείο Χίλτον, που βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής, στην Αθήνα: ένα τερατώδες building (κτίριο) ημικυκλικό που θα μπορέσει να φιλοξενήσει τουλάχιστον χίλια άτομα. Ένα άλλο ξενοδοχείο με τεράστιες διαστάσεις προβάλλει σε χίλια εκατό μέτρα υψόμετρο στο βουνό Πάρνηθα, εξήντα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Κόστισε τεράστια ποσά και, αυτή η δαπάνη, απείλησε μάλιστα τη σταθερότητα της Κυβέρνησης. Εντούτοις, στην κορυφή αυτού του βουνού που το χειμώνα σκεπάζεται με χιόνια, η λευκή κηλίδα του ξενοδοχείου δεν μπορεί να θεωρηθεί παραφωνία.
Ένα θαύμα αρμονίας είναι αντίθετα, ο μακρύς φιδωτός δρόμος που από την Αθήνα πάει προς την Ελευσίνα, τη Θήβα (χτυπημένη πολλές φορές από σεισμούς και σήμερα κάτι πιο πολύ από ένα χωριό), στη Λιβαδειά και τέλος στους Δελφούς. Εδώ η βλάστηση έχει τις κορυφώσεις και τις πτώσεις ενός ποιήματος στο οποίο η έμπνευση εναλλάσσεται με φάσεις δημιουργικού λήθαργου. Όλο το τοπίο είναι μια διαδοχή από ακανόνιστες στροφές, η προφανής δουλειά του ανθρώπου δεν καταφέρνει να του δώσει μια ανθρώπινη όψη. Οι κατηφόρες και οι μικρές ανηφοριές εναλλάσσονται, τα πεύκα και τα λιόδεντρα παραχωρούν τη θέση τους σε μικρά αμπέλια προστατευμένα από ξερολιθιές σχηματισμένες με μεγάλα λιθάρια. Μπορείς να δεις ένα μεγάλο κοπάδι γίδες, με τον τσοπάνο και το μαντρόσκυλο, στον ίσκιο κάποιου δέντρου. Αλλά ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη δημιουργείται από την ποικιλία της χαμηλής βλάστησης, από τα βελούδινα μαξιλάρια που σκεπάζουν τις πέτρες, από τη γονιμότητα των άγριων τριαντάφυλλων. Το φως είναι συχνά εκτυφλωτικό, ο αέρας που έρχεται από μακρινές ρεματιές αναταράζει το τάπητα από μούσκλια, εκεί που κάποια πράσινη κηλίδα αρνείται επίμονα ν' αναπτυχτεί πάνω σε αναχώματα κοκκινόχρωμης γης. Μονοτονία και σπατάλη, αθλιότητα και υποχθόνια ακατάστατη αφθονία, μοιάζουν οπουδήποτε οι χαρακτήρες αυτής της «ιεράς οδού» του αρχαίου κόσμου. Το πουλί που συναντάς πιο πολύ είναι εκείνη η μαύρη καρακάξα με τις λευκές ραβδώσεις, που οι Ισπανοί τη λένε hurraca και που σε τέτοια αφθονία τη βλέπει κανένας μόνο στην Προβηγκία και την Καταλονία. Και τα κοράκια είναι αρκετά και αργότερα εμφανίζονται τα γεράκια. Μετά τους Δελφούς είδα δυο απ' αυτά, νέα, δυνατά, σε ερωτική περίπτυξη πάνω σ' ένα τοιχίο του δρόμου, αδιάφορα στο πέρασμα του αυτοκινήτου μας1.
Όταν άφησα τους Δελφούς, αφού έριξα μια σύντομη ματιά σε ό,τι απομένει από το ναό του Απόλλωνα, άρχισε το πιο επίπονο μέρος του ταξιδιού. Αρχικά η προσοχή στρέφεται σε ένα ατέλειωτο πλήθος αγριελιές (ατέλειωτο, αλλά όχι τέτοιο που να σχηματίζει δάσος: μάλλον μια πολύ μακριά δέντρινη στοά), έπειτα ο δρόμος γίνεται σχεδόν αδιάβατος, γεμάτος προεξοχές και λακκούβες, διάσπαρτος από βράχους και βουνά συντριμμιών. Η θάλασσα δε φαίνεται πια, ανεβοκατεβαίνεις συνέχεια ανάμεσα σε βράχους και το αυτοκίνητο είναι αναγκασμένο να προχωράει με σχεδόν ανθρώπινο βηματισμό. Όταν φτάσαμε στην κωμόπολη Άμφισσα καταφέραμε να συναντήσουμε δυο σεβαστά πρόσωπα του τόπου (έναν αστυνομικό και τον δήμαρχο) που προσφέρθηκαν ευγενικά να τηλεφωνήσουν στη Ναύπακτο (Lepanto) για να ειδοποιήσουν τον οικοδεσπότη μας ότι, με τη βοήθεια των θεών, θα φτάναμε στον προορισμό μας αρκετά αργοπορημένοι. Στο μεταξύ σκοτείνιασε. Δε συναντούσες ψυχή. Πριν ξαναπάρουμε δρόμο έπρεπε ν' αλλάξουμε λάστιχο. Θα είμαστε πιο ήσυχοι αν τουλάχιστον φαινόταν η θάλασσα· αλλά ο δρόμος αν μπορούσε να ονομαστεί έτσι αυτή η βράχινη φλούδα της γης ξαναρχίζει πάντοτε ν' ανεβαίνει ανάμεσα σ' αυτούς τους προεξέχοντες φραγμούς και μόνο στα τελευταία χιλιόμετρα κλίνει προς τη μικρή πολιτεία. Για καλή μας τύχη, τα σεβαστά πρόσωπα της Άμφισσας είχαν κρατήσει την υπόσχεσή τους και στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής ήρθε να μας βοηθήσει το αυτοκίνητο του οικοδεσπότη μας, του κυρίου Νόβα, βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Μεσολογγίου, που ανήκει σε μια δυναστεία βουλευτών αυτής της περιφέρειας, πολλές φορές υπουργού και ακαδημαϊκού της Αθήνας. Συγγραφέας και ποιητής, εκτός από πολιτικός που τώρα ανήκει στην παράταξη της ένωσης των κομμάτων της αντιπολίτευσης που έχει επικεφαλής της τον Παπανδρέου, ο κύριος Νόβας είναι η πιο σπουδαία προσωπικότητα στη Ναύπακτο, τον τόπο της καταγωγής του. Έχει πριν από λίγο ανοικοδομήσει το σπίτι του, που καταστράφηκε από φωτιά στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και συγκέντρωσε σ' αυτό μια εντυπωσιακή συλλογή του κάθε τι που έχει δημοσιευθεί για την περίφημη ναυμαχία που έγινε, σχεδόν τέσσερις αιώνες πριν, στο πέλαγος της σημερινής Ναυπάκτου.
Μαζί του και με τον γενειοφόρο παπά της πόλης, που ήρθε να μας απευθύνει τον ευχετήριο χαιρετισμό του (αλλά υπήρξε μεγάλη η έκπληξη να βλέπεις μια πυκνή μαύρη γενειάδα να προβάλει στην πόρτα του αυτοκινήτου μας) συνεχίσαμε χωρίς απρόοπτα το ταξίδι ως το φιλόξενο σπίτι του προστάτη μας. Φτάνοντας εκεί συμβουλεύτηκα, δεν ξέρω πόσες ωδές και επινίκιους, τα πιο πολλά απ’ αυτά τυπωμένα στη Βενετία το 1571-72 προς τιμήν του Ντον Τζιοβάνι της Αυστρίας και των ναυάρχων του. Αλλά η σπάνια συλλογή δε σταματάει εδώ, γιατί συμπληρώνεται από παράξενα χαρακτικά της εποχής: σ' ένα απ' αυτά, εκτελεσμένο προφανώς ad hoc από έναν σύγχρονο ζωγράφο , βλέπει κανείς τον Θερβάντες που με το μοναδικό χέρι που του έμεινε υποχρεώνεται σε ένα θανάσιμο αγώνα με έναν Τούρκο.
Εκτός απ' αυτή τη συλλογή, που θα καταλήξει σε ένα τοπικό μουσείο, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να δεις στη Ναύπακτο. Το λιμάνι σχηματίζει ένα δακτύλιο πολύ αρμονικό και ανάμεσα σε δασάκια από ροδοδάφνες υψώνονται τα ερείπια ενός βενετσιάνικου κάστρου. Υπάρχει πολλή ησυχία στη Ναύπακτο και αν η μικρή πόλη διέθετε ένα άνετο ξενοδοχείο, θα μπορούσε κανείς να τη συστήσει σε κάποιον που θα ήθελε να ζήσει μερικές μέρες εν ειρήνη.
Ξυπνώντας νωρίς την άλλη μέρα το πρωί, άκουσα το θρηνητικό απόηχο μιας ανθρώπινης φωνής, που εναλλασσόταν με το φλύαρο τιτίβισμα των σπουργιτιών. Ήταν ένας πλανόδιος πωλητής χταποδιών που διαλαλούσε το εμπόρευμά του. Μπορεί σε μερικά χρόνια το όνομα της Ναυπάκτου να συνδεθεί στη μνήμη μου με τα πλοκάμια και τις βεντούζες των χταποδιών μέσα σ' ένα καλάθι.
Όλη η Ελλάδα είναι αυτό ή και αυτό, για όποιον δεν είναι αρχαιολόγος και δεν μπορεί να γνωρίζει κατά βάθος τα λείψανα του εξαφανισμένου πολιτισμού της. Είναι ένα σύνολο από φυσικές οπτασίες που θα τις θεωρούσες αδύνατες αλλού και που στην πραγματικότητα μπορείς να τις δεις οπουδήποτε, αλλά μόνον εδώ παίρνουν τη σημασία μιας μυστηριακής αναφοράς: είναι από την παραισθητική μαγεία του τοπίου της, φτωχού, αλλά έντονου, πενιχρού και υπέροχου. Δυστυχώς, μια τέτοια αποκάλυψη θα έπρεπε να έχει άλλη αξία σε άλλους καιρούς, όταν το να ‘ρθεις στην Ελλάδα ήταν ένα εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο. Το να γίνεις πνευματικός πολίτης της Ελλάδας, σήμαινε κάτι στα χρόνια του Βύρωνα που βρήκε εδώ το θάνατο, σήμερα είναι αδύνατο για όποιον έρχεται με «τζετ» για λίγες μέρες. Κι όμως είναι λάθος το να ‘ρθεις εδώ με την ψυχή ανθρώπου που μπαίνει σ' ένα μουσείο. Θα έπρεπε να διαλύσεις το γοητευτικό και καμιά φορά τρομερό προπέτασμα των εικόνων που φαίνονται, των μορφών που αγγίζονται, για να μπεις στο ζωντανό σημείο αυτής της Ελλάδας της σημερινής, για να γνωρίσεις τους ανθρώπους να μάθεις πώς ζουν, τί μπορούν ακόμα να μας δώσουν και τι μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτούς. Για να μάθουμε, τέλος πάντων, αν υπάρχει μια Ελλάδα ζωντανή, κοντά στη γη των νεκρών που μπορείς να τη μελετήσεις και να την αγαπήσεις μένοντας κλεισμένος στην βιβλιοθήκη. Και είναι αυτό που, πριν ή ύστερα, θα ήθελα να επιχειρήσω παρ’ όλο που η τωρινή μου επίσκεψη ήταν πολύ σύντομη.


1 Τα δυο νεαρά γεράκια επιστρέφουν στο ποίημα «Τα γεράκια» από τη ενότητα Xenia ΙΙ της συλλογής Satura 1962 - 1970: «Τα γεράκια / πάντα πολύ μακριά από το βλέμμα σου / σπάνια τα έχεις δει από κοντά./ Ένα στα Ετρετά που πρόσεχε τ’ αδέξιο/ πέταγμα των μικρών του./ Δύο άλλα στην Ελλάδα, στον δρόμο για τους Δελφούς, /ένας καυγάς από μαλακά φτερά, δυο νεαρά ράμφη /τολμηρά και ακίνδυνα ».
(Σημείωση και μετάφραση του ποιήματος Γιάννης Παππάς)


*Από το βιβλίο Πεζά και διηγήματα, Εκδόσεις Mondadori, 1994, σσ.483-488.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το δέντρο τχ 159-160, Χειμώνας 2007-2008.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

καλά τον Νόβα βρήκε για "σωτήρα" του?
Και οι μεγάλοι, ευτυχώς, κάνουν λάθη...αλλά, μπορεί ως οικοδεσπότης να ήταν άψογος, γιατί ως πολιτικός...
το κείμενο πάντως του Ευγ.Μοντ.ένα μικρό διαμαντάκι, απ αυτά που μας δίνουν ανάσα και ελπίδα.

Related Posts with Thumbnails